μεσοκυττάριος

μεσοκυττάριος
-α, -ο
θηλ. και -ος
1. αυτός που διαπλάσσεται ή βρίσκεται ανάμεσα στα κύτταρα ή αυτός που συνδέει μεταξύ τους τα κύτταρα («μεσοκυττάριος χώρος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχιζογενής — ές, Ν φρ. «σχιζογενής μεσοκυττάριος χώρος» βοτ. μεσοκυττάριος χώρος που δημιουργείται με τον αποχωρισμό τών εφαπτόμενων τοιχωμάτων δύο γειτονικών κυττάρων …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”